ἡλιόκτυπος

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.