ον,
A receiving sacrifices, or ἱερόδοκος, received in temples, A.Supp.363 (lyr., dub. l.).
ἱεροδόκος: -ον, δεχόμενος θυσίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 363.
ος, ον :qui reçoit les sacrifices.Étymologie: ἱερός, δέχομαι.