Ep. for ἴωμεν, 1pl. pres. subj. of εἶμι (
A ibo).
ἴομεν: Ἐπικ. ἀντὶ ἴομεν, α΄ πληθ. ὑποτακτ. ἐνεστ. τοῦ εἶμι.
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de εἶμι.