ἴκτερος
English (LSJ)
ὁ,
A jaundice, Hp.Aph.4.62(pl.), Morb.2.38, Int.35(pl.), etc. II a bird of a yellowish-green colour, by looking at which a jaundiced person was cured—the bird died! Plin.HN30.94 (who identifies it with galgulus, the golden oriole).
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, die Gelbsucht, Hipp. u. a. Medic. – Auch ein gelber Vogel, dessen Anblick, wie man glaubte, die Gelbsucht heilte, Plin. H. N. 30, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκτερος: ὁ, ὑπάρχει αἰτ. ἴκτερα παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευ. Κς’, 16): - «κιτρινάδα», «χρυσῆ», Ἱππ. Ἀφ. 1251· περὶ τῶν διαφόρων εἰδῶν τοῦ ἰκτέρου, ὁ αὐτ. 472. 35., 551. 8. ΙΙ. πτηνόν τι χρώματος κιτρινοπρασίνου, ὅπερ (ὡς ἐπιστεύετο) προσβλέπων ὁ πάσχων ἐξ ἰκτέρου ἐθεραπεύετο· ἀπέθνησκε δὲ τὸ πτηνόν! Πλίν. 30. 11· τὸ αὐτὸ ἐπιστεύετο καὶ περὶ τοῦ χαραδριοῦ, ἴδε ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jaunisse.
Étymologie: DELG rad. exprimant la couleur jaune, cf. ἰκτῖνος, ἴκτις.