ἰχθυοτρόφος
English (LSJ)
ον,
A feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.Luc.39.
German (Pape)
[Seite 1276] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, πλήρης ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des poissons, abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς, τρέφω.