ἰσόκοιλος

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A with equal cavities, αὐλός Plu.2.1021a, Theo Sm.p.60 H.(pl.).

German (Pape)

[Seite 1264] gleich hohl, αὐλός Plut. de an. procr. e Tim. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόκοιλος: -ον, ἔχων τῆς αὐτῆς διαμέτρου κοιλότητα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου μέχρι τοῦ ἑτέρου, αὐλὸς Πλούτ. 2. 1021Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
également creux.
Étymologie: ἴσος, κοῖλος.