κακοπαθία
Greek (Liddell-Scott)
κακοπαθία: ἡ, Ἀττ. τύπος ἀντὶ κακοπάθεια, Meisterch. 42.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mieux que κακοπάθεια;
mauvais traitement, souffrance, vexation.
Étymologie: κακοπαθής.
κακοπαθία: ἡ, Ἀττ. τύπος ἀντὶ κακοπάθεια, Meisterch. 42.
ας (ἡ) :
mieux que κακοπάθεια;
mauvais traitement, souffrance, vexation.
Étymologie: κακοπαθής.