A behave wantonly towards, τοῦ Χριστοῦ 1 Ep.Ti. 5.11.
καταστρηνιάω: φέρομαι ἀκολάστως πρός τινα, τινος Α' Ἐπιστ. π. Τιμθο. ε', 11· ὁ Ἰω. Χρυσ. ἑρμηνεύει θρύπτεσθαι, ἀκκίζεσθαι.
-ῶ :faire fi de, gén..Étymologie: κατά, στρηνιάω.