καταστρηνιάω

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A behave wantonly towards, τοῦ Χριστοῦ 1 Ep.Ti. 5.11.

Greek (Liddell-Scott)

καταστρηνιάω: φέρομαι ἀκολάστως πρός τινα, τινος Α' Ἐπιστ. π. Τιμθο. ε', 11· ὁ Ἰω. Χρυσ. ἑρμηνεύει θρύπτεσθαι, ἀκκίζεσθαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire fi de, gén..
Étymologie: κατά, στρηνιάω.