κατάφυτος

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A full of plants or trees, τόποι Plb.18.20.1: c. dat., planted with... κηπεύμασι καὶ καρποῖς D.S.2.37; δένδροις Str. 12.2.1; ἀσφοδέλῳ Luc.Nec.11.

German (Pape)

[Seite 1390] bepflanzt; τόποι Pol. 18, 3, 1; τῷ ἀσφοδέλῳ Luc. Necyom. 11; καὶ σύσκιος περίπατος Plut. Cic. 48.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφῠτος: -ον, καταπεφυτευμένος, πλήρης φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, 1˙ κ. ἀσφοδέλῳ, πλήρης ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11˙ περίπατος κ. καὶ σύσκιος Πλουτ. Κικ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté : τινι de qch ; abs. couvert de plantations.
Étymologie: καταφύω.