ον, gen. ονος,
A boastful, Babr.5.10, Heph. Astr.1.1.
καυχήμων: -ον, ὁ καυχώμενος, πλήρης καυχήσεως, Βαβρ. 5. 10.
ων, ον, gén. ονος;vantard.Étymologie: καυχάομαι.