κατότι
English (LSJ)
Adv., Ion. for καθότι or καθ' ὅ τι.
German (Pape)
[Seite 1405] ion. = καθότι, d. i. καθ' ὅ τι.
Greek (Liddell-Scott)
κατότι: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθότι ἢ καθ’ ὅ τι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθότι.
Adv., Ion. for καθότι or καθ' ὅ τι.
[Seite 1405] ion. = καθότι, d. i. καθ' ὅ τι.
κατότι: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθότι ἢ καθ’ ὅ τι.
ion. c. καθότι.