κηρεσσιφόρητος
English (LSJ)
ον,
A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν . . κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.
ον,
A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν . . κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.
ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.