[ᾱ], ου, ὁ,
A = κογχίτης, X.An.3.4.10, Philostr.VA2.20.
κογχυλιάτης: ᾱ, ου, ὁ, = κογχίτης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10, Φιλόστρ. 71.
ου;adj. m.qui porte des empreintes de coquillages.Étymologie: κογχύλιον.