κριβάνη
English (LSJ)
ἡ, or κρῑβᾰν-ης, ὁ,
A a cake, Alcm.20 (-νωτος codd. Ath.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1508] ἡ, eine Art Kuchen, Ath. XIV, 646 a; auch τὰ κρίβανα.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑβάνη: ἡ, ἢ κριβάνης, ὁ, πλακούντιον, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 646Α.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de gâteau.
Étymologie: cf. κριβανωτός.