κυματίας

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ου, Ion. κῡμᾰτ-ίης, ὁ,

   A surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.2.111; πόρος A.Supp.546 (lyr.); πορθμός Cerc.5.11.    2 Act., causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.8.118.

German (Pape)

[Seite 1530] ion. κυματίης, ὁ, 1) dasselbe; πόρον κυματίαν ὁρίζει Aesch. Suppl. 541; κυμ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Her. 2, 111; bei Sp. auch übertr., unstät, unruhig, Liban. – 2) Wellen erregend, ἄνεμος μέγας καὶ κυματίης Her. 8, 118.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, πλήρης κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· πόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ἄνεμος Ἡρόδ. 8. 118.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 houleux, agité;
2 qui soulève les vagues.
Étymologie: κῦμα.