κρύβω
English (LSJ)
late form of κρύπτω, Conon 50.2, Phlp.in APr. 448.17, PMag.Par.1.385, PMag.Leid.V.10.10, Gp.2.24.2, Sch.E.Hec. 739:—Pass., LXX 4 Ki.11.3, al. (also v.l. in Hp.Mul.2.154); mostly found in compds.
Greek (Liddell-Scott)
κρύβω: μεταγεν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν συνθέτοις ἀπο-, ἐγ-κρύβω. ― Πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας κρύβω ἢ κρύβγω = κρύπτω.
French (Bailly abrégé)
c. κρύπτω.