ων, τά, a kind of
A tapestry, Ar.V.1215.
κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.
ων (τά) :tentures.Étymologie: κρέκω.