ον, (λιτός)
A living plainly or sparingly, Str.15.1.34.
λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.
ος, ον :qui vit simplement.Étymologie: λιτός, βίος.