ον,
A of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).
λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.
η, ον :de lance.Étymologie: λόγχη.