ἡ,
A wolf-eye, a precious stone, Plin.HN37.187.
λῠκόφθαλμος: ὁ, λύκου ὀφθαλμός, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 72.
ου (ὁ) :« œil de loup », sorte de pierre précieuse.Étymologie: λύκος, ὀφθαλμός.