μειότερος,
A v. μείων.
[Seite 116] adv. von μείων, weniger, zu wenig, ἔχειν, Soph. O. C. 104, zu gering sein, u. sonst.
μειόνως: μειότερος, ἴδε ἐν λέξ. μείων.
adv.moins, trop peu.Étymologie: μείων.