μαθήτρια
English (LSJ)
ἡ, = sq., D.S.2.52, Act.Ap.9.36, D.L.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθήτρια: ἡ, = τῷ ἑπομ., Διόδ. 2. 52, Διογ. Λ. 4. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. de μαθητής.
ἡ, = sq., D.S.2.52, Act.Ap.9.36, D.L.4.2.
μᾰθήτρια: ἡ, = τῷ ἑπομ., Διόδ. 2. 52, Διογ. Λ. 4. 2.
ας (ἡ) :
fém. de μαθητής.