μαμμίδιον

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό, Dim. of μαμμία, Plu.2.858c, Hld.7.10:—also μαμμ-ίον, τό, Phryn.110.

Greek (Liddell-Scott)

μαμμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαμμία, Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite maman, petite mère.
Étymologie: dim. de μάμμη.