ον, = foreg.,
A κρῆναι Pl. Ion 534b.
μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
ος, ον :qui laisse couler le miel.Étymologie: μέλι, ῥέω.