ον,
A most honoured, Δίκα A.Supp.709 (lyr.).
μεγιστότῑμος: -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, ἔντιμος, Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.
ος, ον :très honoré.Étymologie: μέγιστος, τιμή.