Ep. aor. 1 part. Med. of μέτειμι (εἶμι
A ibo).
[Seite 158] part. aor. I. med. zu μέτειμι, Il. 13, 90. 17, 285.
μετεισάμενος: Ἐπικ. μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ μέτειμι (εἶμι). - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεισάμενος· ἐφορμήσας».
v. μέτειμι².