μετεισάμενος

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Ep. aor. 1 part. Med. of μέτειμι (εἶμι

   A ibo).

German (Pape)

[Seite 158] part. aor. I. med. zu μέτειμι, Il. 13, 90. 17, 285.

Greek (Liddell-Scott)

μετεισάμενος: Ἐπικ. μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ μέτειμι (εἶμι). - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεισάμενος· ἐφορμήσας».

French (Bailly abrégé)

v. μέτειμι².