ον,
A out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.
[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.
μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
ος, ον :postérieur, tardif.Étymologie: μετά, χρόνος.