μηλοσκόπος
English (LSJ)
κορυφή, the top of a hill
A from which sheep or goats (μῆλα) may be watched, h.Hom.19.11.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοσκόπος: κορυφή, ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’où l’on voit paître les troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, σκοπέω.