μετάδουπος

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A falling at haphazard, indifferent, ἡμέραι Hes.Op. 823.

German (Pape)

[Seite 146] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδουπος: -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, ἀδιάφορος, ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe au milieu de, intermédiaire.
Étymologie: μετά, δοῦπος.