μολόθουρος

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A an evergreen plant, expld. as = ἀσφόδελος and ὁλόσχοινος, Euph.133, Nic.Al.147.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.

Greek (Liddell-Scott)

μολόθουρος: ἡ, φυτὸν ἀειθαλὲς ἑρμηνευόμενον ὡς ἀσφόδελος καὶ ὁλόσχοινος, Εὐφορίων 64, Νικ. Ἀλ. 147· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόθουρος· ἀσφόδελος, ἢ ὄσπριόν τι. καὶ ἡ ὁλόσχοινος».

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sorte de jonc toujours vert, plante.
Étymologie: DELG -.