μονόδους

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A one-toothed, A.Pr.796.

German (Pape)

[Seite 202] οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.