εσσα, εν,
A anointed, βόστρυχος AP6.234 (Eryc.); μοιχευταί Man.4.305.
[Seite 221] εσσα, εν, gesalbt, βόστρυχος, Eryc. 2 (VI, 234).
μῠρόεις: εσσα, εν, μεμυρωμένος, βόστρυχος Ἀνθ. Π. 6. 234.
όεσσα, όεν;parfumé.Étymologie: μύρον.