ον, contr. παρά-νους, ουν,
A demented, A.Ag.1455(anap.).
[Seite 492] zsgzg. -νους, wahnsinnig, Aesch. Ag. 1430, sichere Emend.
παράνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, παράφρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1455.
οος, οον;qui a l’esprit égaré.Étymologie: παρά, νόος.