A v. παροκωχή.
[Seite 486] das Darreichen, die Lieferung, νεῶν, Thuc. 6, 85, richtiger παροχή.
παρακωχή: ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ παροκωχή.
ῆς (ἡ) :action de fournir.Étymologie: παρέχω.