[ῑ], ου, ὁ,
A of or belonging to a ship, consisting of ships, ν. στρατός a fleet, Th.2.24, 4.85; στόλος A.R.4.239, etc.
ου;adj. masc.naval, maritime ; στρατὸς νηΐτης THC armée de débarquement.Étymologie: ναῦς.