νουθετητέος

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be admonished, E.Ba.1256, Ion 436.    2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol.1260b6.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητέος: -α, -ον, ῥημ. επίθ., ἐπίθ. ὃν δεῖ νουθετεῖν, Εὐρ. Βάκχ. 1256, Ἴων 436. 2) νουθετητέον, δεῖ νουθετεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 14.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νουθετέω.