όν, (ἕλκω)
A drawing a sword, χείρ A.Eu.592.
[Seite 280] das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.
ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.
ός, όν :qui tire l’épée.Étymologie: ξίφος, ἕλκω.