η, ον,
A of fine linen, Luc.Alex.12, 15 ; πρόσωπον Pl.Com.142.
[Seite 296] von Leinwand, Luc. Alex. 12, 15.
ὀθόνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεπτοῦ λινοῦ ὑφάσματος, πρβλ. πρόσωπον ΙΙΙ.
η, ον :de linge fin.Étymologie: ὀθόνη.