ου, ὁ,
A interpreter of auguries, S.OT484(lyr.).
οἰωνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς οἰωνούς, Σοφ. Ο. Τ. 483.
ου (ὁ) :qui interprète le vol ou le cri des oiseaux, augure.Étymologie: οἰωνός, τίθημι.