ὀνοβάτις
English (LSJ)
[ᾰ], ιδος, ἡ,
A riding on an ass, of an adulteress who was thus punished at Cumae, Plu.2.291e, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 347] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».