ὀνειροπολικός

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for dreaming : τὸ ὀ. the art of interpreting dreams, Placit.5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ τέχνη τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l’art d’interpréter les songes.
Étymologie: ὀνειροπόλος.