νιφοστιβής

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ές,

   A piled with snow, νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.670.

Greek (Liddell-Scott)

νῐφοστῐβής: -ές, πλήρης χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. ἡλιοστιβής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où l’on foule la neige sous les pieds.
Étymologie: *νίψ, στείβω.