κάταργμα
English (LSJ)
ατος, τό, only pl. κατάργματα,
A first offerings (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.
ατος, τό, only pl. κατάργματα,
A first offerings (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.