ον,
A toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.
πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
ος, ον :qui se recourbe.Étymologie: πάλιν, ῥέπω.