παράορος

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».

French (Bailly abrégé)

dor. c. παρήορος.