παροινικός

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A addicted to wine, drunken : Sup. -ώτατος Ar. V.1300.

German (Pape)

[Seite 525] ή, όν, = παροίνιος, Ar. Vesp. 1300 im superl.; adv. παροινικῶς, Cic. ad Att. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παροινικός: -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν οἶνον, μέθυσος, Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.
Étymologie: πάροινος.