περίθεσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting round, putting on, ἐκ περιθέσεως in the act of application, Heraclasap. Orib.48.12.1; π. χρυσίων 1 Ep.Pet.3.3; βρόχου Philum.Ven.7.8; στραγγάλης S.E.P.3.15: pl., π. πλοκαμίδων J.AJ 19.1.5; κωνωπίων Sor.1.85.
German (Pape)
[Seite 577] ἡ, das Herumsetzen, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
περίθεσις: -εως, ἡ, τὸ περιτιθέναι, ἐπιτιθέναι, περιβάλλεσθαι, Σέξ. Ἐμπ. π. Π. 2.15, 1, Ἐπιστ. Πέτρ. 3.3· ἴδε λέξ. ἐν περίθετος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de placer autour.
Étymologie: περιτίθημι.