περιδινής

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ές,

   A circular, κύρτος AP6.23.

German (Pape)

[Seite 573] ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνής: -ές, ὁ περιδινούμενος, κυκλοτερής, περιδινὴς κύρτος Ἀνθ. Π. 6. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tournoyant.
Étymologie: περιδινέω.