ον,
A abounding in sweet juice, βότρυς AP6.238 (Apollonid.).
[Seite 660] (s. γλεῦκος), von oder mit vielem Moste, βότρυς, Apollnds. 5 (VI, 238).
πολύγλευκος: -ον, ὁ περιέχων ἢ παράγων πολὺ γλεῦκος, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 238.
ος, ον :au moût abondant.Étymologie: πολύς, γλεῦκος.