περιεργαστέον

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A one must take pains, π. ἵνα . . Antipho 2.4.3; οὐδὲν π. Plu.2.1004c.

Greek (Liddell-Scott)

περιεργαστέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ περιεργάζομαι, δεῖ περιεργάζεσθαι, π. ἵνα …, Ἀντιφῶν 119. 31· οὐδὲν π. Πλούτ. 2. 1004D.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de περιεργάζομαι.